Σάββατο 28 Μαρτίου 2009

Αιανή – Παλιόκαστρο Καισαρειάς 28.03.09

Ήταν η πρώτη ποδηλασία της φετινής Άνοιξης. Κράτησε στο σύνολό της μία ώρα και 45 λεπτά. Ο ρυθμός ήταν εκδρομικός με στάσεις για φωτογραφίες κι απόλαυση του τοπίου.

Εκκινήσαμε από την πλατεία Αιανής στις 4 το απόγευμα, κάτω από έναν καταπληκτικό ήλιο και μέσα σε μία δροσερή αύρα. Το σχετικά πρόσφατο καλντερίμι του Δήμου, απογοητευτικό για πεζούς κι οχήματα, ήταν ιδανικό για τα ορεινά μας ποδήλατα.
Σε δύο δεκάδες δευτερόλεπτα οδεύοντας με ανατολική κατεύθυνση μπήκαμε στο χωματόδρομο στη θέση Τουρκουμνήμουρου όπου οικοδομήθηκε το Αρχαιολογικό Μουσείο Αιανής, πιθανόν πάνω στους οθωμανικούς τάφους που δηλώνονται στην παλαιά ονομασία. Η λίμνη και η λωρίδα των Σερβίων πρόβαλε συνεχώς μπροστά και μακριά μας.

Κατηφορίσαμε ως τη θέση Χαμζά του Γιουφύρ(ι), την οποία διαπερνά ο λάκκος που έρχεται από τη Ροδιανή. Γεφύρι σήμερα δεν υπάρχει. Αν ήταν ξύλινο ή πέτρινο δεν έχει διαπιστωθεί, αλλά η ενθύμηση του ονόματος του μουσουλμάνου Χαμζά που το κατασκεύασε έφθασε ζωντανή ως σήμερα.
Αφήνοντας αριστερά το σκουπιδότοπο της Καισαρειάς φτάσαμε στην ασφαλτοστρωμένη Παραεγνατία. Τη διασχίσαμε με έναν πρωτότυπο τρόπο: κρατώντας τα ποδήλατα στα χέρια κατεβήκαμε το πρανές κι ανεβήκαμε το αντιπρανές –το τελευταίο τόλμημα ήταν κουραστικό με τις σαθρές μάργες να γλιστρούν επικίνδυνα.

Μπήκαμε στο μαλακό χωματόδρομο που οδηγεί στη θέση Παλιόκαστρου ποδηλατώντας δυνατά κι απολαμβάνοντας τα πράσινα σταροχώραφα που μας κύκλωναν. Ακόμα κι ο πιο αδαής θα καταλάβαινε ότι εδώ κατοικούσαν παλαιότερα άνθρωπου, αφού παντού κείτονται κεραμικά όστρακα και περίγυρα χάσκουν γούρνες από παλαιές επίσημες τομές και νεότερες προφανώς λαθρανασκαφές.
Το αρραγές πράσινο χαλί της αγριάδας διέκοπταν σε μερικά σημεία κίτρινα σύνολα λουλουδιών. Μπροστά μας η λίμνη και στη μέση της μία ομάδα πελεκάνων. Προς το μέρος του φράγματος μαύριζε το νέφος των εργοστασίων της ΔΕΗ, το οποίο έφθανε εκεί περνώντας ΒΑ της Ζαρκαδόπετρας. Από τα περίγυρα βουνά μόνο οι κορυφές του Σινιάτσικου και των Πιερίων φαίνονταν καθαρά.
Δεν αργήσαμε να πέσουμε επάνω σε μία ακανόνιστη, βαριά σιδερένια μάζα, που ξεπρόβαλε μέσα από τα χόρτα. Καταλήξαμε ότι επρόκειτο για θραύσμα από γερμανικό κιλλίβαντα, τον οποίο διέλυσε κι ένα τμήμα του παραμόρφωσε πυροβόλο του ANZAC τον Απρίλιο του 1941, όταν οι Γερμανοί προσπαθούσαν να περάσουν τον Αλιάκμονα.

Τη θέση όπου έστεκαν τα τείχη της ρωμαϊκής πόλης Καισάρειας όλοι δύνανται να επισημάνουν ακολουθώντας το εμφανές χαντάκι που σχηματίστηκε όταν οι παλαιότεροι κάτοικοι της σημερινής Κισαργιάς τα λιθολόγησαν εξαντλητικά ανά τους αιώνες για να κατασκευάσουν τα σπίτια τους.

Τρία τα εγειρόμενα ερωτήματα: γιατί οι αρχαιολόγοι δεν ανασκάπτουν τη σημαντική αρχαία πόλη Καισάρεια, έδρα Επισκοπής αργότερα; Ποιο είναι άραγε το πρότερο όνομά της πριν (μετ)ονομαστεί Καισάρεια; Ποιες οι πιθανότητες να αποκαλούνταν Αιανή;
Το βέβαιο πάντως είναι ότι οι κάτοικοι της αρχαίας Καισάρειας βγήκαν επί Βυζαντίου έξω από τα τείχη και οικοδόμησαν το σημερινό χωριό μερικές εκατοντάδες μέτρα μακριά προς τα ΒΔ. Η σημερινή Κισαργιά, όπως αποκαλείται στο φθίνον τοπικό ιδίωμα -αν εξαιρεθούν τα Σέρβια που ονοματίστηκαν αργότερα- είναι ο μόνος οικισμός στην περιοχή, και μάλλον ο μοναδικός στη Δυτική Μακεδονία, που διατήρησε το αρχαίο όνομά του σχεδόν απαράλλακτο έως σήμερα.

Επιστρέψαμε από τον ίδιο δρόμο.

Κυριακή 15 Μαρτίου 2009

Η επανάσταση του 1821 στη Δυτική Μακεδονία (όψεις διαχείρισης της μνήμης και οι προκλήσεις του μέλλοντος)


Η επανάσταση του 1821 στη Δυτική Μακεδονία (όψεις διαχείρισης της μνήμης και οι προκλήσεις του μέλλοντος)

Δημοσιεύτηκε στο http://www.tera.gr/showArticle.do?id=110 [2003;] & επίσης στο http://www.thranio.gr στο σύνδεσμο σχολικές γιορτές

Αγαπητοί μαθητές, αγαπητές κυρίες και κύριοι, επώνυμοι κι ανεπίσημοι,


τεράστιες απορίες με βασάνιζαν σκληρά εδώ και μερικό καιρό. Μία από αυτές ήταν: για ποιο λόγο έπρεπε σήμερα να μιλήσει κάποιος μπροστά σας και μιαν ακόμη: τι ακριβώς χρειαζόταν αυτός να πει; Φαντάζομαι ότι αν ρωτιόσαστε, οι απαντήσεις σας στα τιθέμενα ζητήματα θα ελέγχονταν ως λίγο ή πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Εξ ανάγκης ευρισκόμενος εδώ, θα σας παρουσιάσω εν συντομία τη δική μου άποψη για την εορταστική πλευρά της 25ης Μαρτίου, γεμάτη με σκέψεις όμως κι ερωτήματα παρά με απαντήσεις και βεβαιότητες.

Ξεφυλλίζοντας παλιές έντυπες σχετικές ομιλίες εκπαιδευτικών ή σερφάροντας σε καινούριες ηλεκτρονικές χωρίς μεγάλη δυσκολία διαπιστώνει κανείς ότι ο σκελετός τους βασίζεται σε δύο υποστηρικτικούς άξονες, την πίστη και τη μνήμη. Η αναφορά στην πίστη ερμηνεύεται προφανώς ως αναγκαία, αφού η γιορτή είναι και θρησκευτική, ο γνωστός σε όλους Ευαγγελισμός της Θεοτόκου. Με την πάροδο των χρόνων όμως οι σχετικές αναφορές συμπιέζονται και τον προηγούμενο χώρο τους καταλαμβάνει η μνήμη, συμπληρωματική εδώ της πίστης.

Η μνήμη είναι ξεχωριστή στον καθένα, αλλά πολλές φορές για διάφορους λόγους ακολουθεί καθορισμένη γραμμή. Βασικά πρόκειται για ένα εργαλείο με το οποίο στο όνομα του παρελθόντος στηρίζονται ιδέες ή και συμφέροντα του παρόντος. Για τη συγκεκριμένη περίπτωση, της 25ης Μαρτίου 1821, διαπιστώθηκε από την επεξεργασία παλαιών όσο και σύγχρονων πηγών ότι βασίζεται σε μερικές συνισταμένες, όπως:

α) υπερβολή του λόγου
β) αντίληψη της συνέχειας
γ) ερμηνευτικά αδιέξοδα
δ) προσήλωση σε ιδεατό παρελθόν
ε) βραχύτητα ιστορικής κουλτούρας

Αποσπάσματα από πρόσφατες ομιλίες, παρόμοια σχεδόν τα περισσότερα, δεικνύουν των σκέψεων το αληθές. Γράφτηκε π.χ. ότι «Η τρισένδοξη ελληνική φυλή υπέκυψε πριν από πέντε αιώνες στον αγριότερο και αιμοσταγέστερο κατακτητή, όμοιο του οποίου δε γνώρισε ως τώρα ο κόσμος».

Είναι φυσιολογικό, ως ένα σημείο βέβαια, κάθε άνθρωπος να θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο άλλων, αλλά η πίστη ότι μία φυλή είναι τρεις φορές πιο ένδοξη από τις άλλες, είναι υπερβολική -κάποτε κι επικίνδυνη, ξέχωρα που χρειάζεται πρώτα να απαντηθεί πώς μια τόσο ένδοξη και πεπαιδευμένη φυλή υπέκυψε όχι πολύ δύσκολα σε αμόρφωτους επιδρομείς. Έπειτα η αντίληψη ότι οι Οθωμανοί ήταν οι αγριότεροι κατακτητές ολόκληρης της υφηλίου είναι όχι μόνο αμάρτυρη αλλά και λογικά επισφαλής. Κάθε κατακτητής ή, σωστότερα, κάθε ένοπλος χρησιμοποιεί βία και οι Τούρκοι δεν ήταν οι μοναδικοί που εγκαταστάθηκαν για λίγο ή για πολύ στην Ελλάδα -οι Ρωμαίοι π.χ. είχαν έρθει πολύ πιο νωρίς και δεν κρατούσαν τριαντάφυλλα στα χέρια τους!

Το επόμενο απόσπασμα ενδιαφέρει ίσως περισσότερο «Ακλόνητος κυματοθραύστης [είναι ο Έλληνας] στη θύελλα και στο βοριά. Θεριεύει στα βάθη της ψυχής του η ακλόνητη πίστη στους θρύλους και στις παραδόσεις, στα παλιά τρόπαια της φυλής...».

Το ερμηνευτικό εδώ αδιέξοδο είναι προφανές: πώς ένας «ακλόνητος κυματοθραύστης» τελικά κλονίστηκε; Αλλά μεγαλύτερη όλων ίσως σημασία έχει η αντίληψη της συνέχειας, δηλαδή της διαρκούς σύνδεσης του παρόντος με το παρελθόν: από τα αρχαία τρόπαια, στους μεσαιωνικούς θρύλους και τις σημερινές παραδόσεις. Αναρωτιέται έτσι εύλογα κανείς, πώς τελικά συνδέονται μεταξύ τους οι δεκάδες των αιώνων που έχουν περάσει κι ακόμα -το βασικότερο- ως πότε θα βαδίζουμε μπροστά κοιτώντας συνεχώς και μιλώντας για το πίσω;

Σεβαστό ωστόσο δικαίωμα το καθενός η διαφορά, επιθυμητή και η ελευθερία τόσο στην επιλογή της πίστης όσο και στον τρόπο διαχείρισης της μνήμης. Το 1821, οι άνθρωποι είχαν να διαλέξουν ανάμεσα στις αργές ταχύτητες της Ανατολής και τη γρήγορη ελπίδα της Δύσης: οι οπλαρχηγοί και οι προεστοί έκλιναν στην πρώτη, οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι στη δεύτερη. Αποδείχτηκε τότε ότι χάρη στην ευρωπαϊκή διπλωματία και τον αγγλικό χρυσό -και με την αρωγή βέβαια των χριστιανών ενόπλων- δημιουργήθηκε ο πυρήνας του σύγχρονου ελληνικού κράτους.

Ποια είναι η κληρονομιά σήμερα; Από το 1821, για την ακρίβεια από το 1827 κι εντεύθεν, διάστημα 180 χρόνων, απέναντι από την «καθ’ ημάς Ανατολή» ήρθε να καθίσει η «απρόσωπη» Δύση. Η διελκυστίνδα που άρχισε μεταξύ των δύο κόσμων δεν έχει ακόμη στην Ελλάδα λήξει κι είναι δύσκολο να προβλεφτεί πότε θα τελειώσει. Όσο όμως περνάει ο καιρός, φαίνεται ότι προηγείται όλο και περισσότερο στη νικητήρια βαθμολογία η Δύση.
Καλούμαστε λοιπόν εμείς σήμερα, με αφορμή το 1821, όπως και οι φουστανελοφόροι πρόγονοί μας, να αποφασίσουμε που ανήκουμε: στην Ανατολή του παρελθόντος ή στη Δύση του μέλλοντος; Για την Ανατολή ο δρόμος είναι εύκολος, αφού το εύρος και τα ήθη των χρόνων είναι γνωστά και οικεία. Η κατεύθυνση προς τη Δύση είναι άγνωστη και τολμηρή: κόπος, πολιτισμική ανοχή, ειλικρίνεια, εντιμότητα. Αλλά πόση χαρά νιώθει κανείς όταν όσα έχει μαντέψει για το μέλλον βγαίνουν αληθινά!

Ολίγα τέλος για τον τίτλο της ομιλίας: καμιά επανάσταση στη Δυτική Μακεδονία δεν έλαβε χώραν το 1821 και οι λόγοι ποικίλουν. Ανάμεσα σ’ αυτούς καίριες θέσεις κατέχουν: η αρκούντως επιβαρυντική γεωγραφική της θέση, η έλλειψη οργανωτικής υποδομής και η αρνητική προφανώς προσωπική επιλογή των χριστιανών κατοίκων της, που προτιμούσαν περισσότερο την ησυχία της καθημερινής ζωής από τις περιπέτειες των ιδεών και των όπλων.

Σας ευχαριστώ

Η επανάσταση του 1821(συμβολισμοί και πραγματικότητες)



Η επανάσταση του 1821(συμβολισμοί και πραγματικότητες)

Θανάσης Καλλιανιώτης, BA, MA PhDc Ιστορίας ΑΠΘ

Δημοσιεύτηκε στις εφημερίδες Θάρρος (27.3.04) 1,3. & Δημότης Σερβίων, Απρίλιος 2004/15 & Πτολεμαίος (30.3.04) 8. Επίσης στο http://www.kozani.org/apopseis/kallianiotis/25martiou.htm & το http://www.servia.gr/dimotis/teyxh/april_04/h%20epanastash%20toy%201821%20.html

Θα ήταν απίθανη η ύπαρξη έστω και ενός Έλληνα που να αγνοεί ότι η 25η μέρα του Μάρτη είναι εορταστική, όμως είναι πιθανόν ότι ένας ελάχιστος αριθμός ανθρώπων αγνοεί ή, καλύτερα, δεν θυμάται ότι είναι διπλή εορτή, δηλαδή όχι μόνο πολιτική αλλά και θρησκευτική. Η θρησκευτική της βέβαια πλευρά, ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου, είναι 12 τουλάχιστον αιώνες παλαιότερη από την πολιτική, αφού το έτος 624 συναντάται η πρώτη γραπτή αναφορά τέλεσής της (Φείδας 1984:54), ενώ η πολιτική της έκφανση, η Επανάσταση του 1821, εορτάστηκε πρώτη φορά μόλις το 1838 στην Αθήνα –στη βόρεια Ελλάδα το γεγονός έλαβε χώραν για πρώτη φορά 100 περίπου χρόνια αργότερα από την αντίστοιχη της Αθήνας, το 1914.

Για την 25 Μαρτίου αναφέρεται ακόμα ότι (παλαιότερα) οι άνθρωποι κοιτούσαν τον ουρανό ζητώντας ό,τι ο καθένας επιθυμούσε (Αικατερινίδης 1984:55) και, αν αυτή η λαογραφική πληροφορία δεν είναι ύστερη της εορτής του Ευαγγελισμού, στο πλαίσιο της οποίας προφανώς είχε δημιουργηθεί, μένει να βεβαιωθεί ως ειδωλολατρικό προϋπάρχον του Χριστιανισμού. Αλλά μικρή είναι η σημασία της τελευταίας χρονολόγησης, αφού μέσω της «επίδρασης των κληρονομιών» (Toynbee 1992:16) και ειδικότερα με την αρωγή των πατέρων της Εκκλησίας έλαβε χώραν αξιοσημείωτων διαστάσεων όσμωση ανάμεσα στο Χριστιανισμό και την αρχαία ελληνική σκέψη και ζωή (Τσάμης 1985:406), τουλάχιστον όσον αφορά στην εικονική αναπαράσταση και τη φιλοσοφική θεώρηση του Όντος.

Αν και ο έφηβος Γερμανός βασιλέας της Ελλάδας Όθωνας (Otto), στη διάρκεια της διακυβέρνησης του οποίου εορτάστηκε πρώτη φορά η 25η Μαρτίου, είχε την ατυχία να εγκαταλείψει μερικά χρόνια αργότερα απογοητευμένος τη χώρα, η τοποθέτηση της έναρξης της επανάστασης του 1821 την 25η Μαρτίου και η θέσπιση έτσι μιας διπλής εορτής ήταν ομολογουμένως άκρως επιτυχής: στην ουράνια σφαίρα η μητέρα του Ιησού, η «άσημη» Μαρία (Ντάγκας 1993:47) ελάβαινε την «καλή είδηση» ότι θα γεννούσε το Γιο του Υψίστου (Ψαρουδάκης 1980:123), ενώ για την επίγεια πραγματικότητα η καλή είδηση ήταν ότι εκείνη την ίδια ημέρα άρχισε έμπρακτα ο αγώνας εναντίον των στρατευμάτων κατοχής στη γη των Ρωμιών.

Όταν όμως στην υφή και το περιεχόμενο των ημερομηνιών –συμβόλων πέσει το φως της Επιστήμης, στην παρούσα περίπτωση της Ιστορίας, ο συμβατισμός είναι ολοφάνερος. Η επανάσταση του 1821 είχε ξεκινήσει σε άλλο τόπο και χρόνο: όχι στην Πελοπόννησο αλλά λίγες χιλιάδες χιλιόμετρα μακρύτερα, στη σημερινή Ρουμανία, όχι το Μάρτη, αλλά το Φλεβάρη του 1821 (Δεσποτόπουλος 1975:21), και ανάμεσα στους πρώτους αυτούς επαναστάτες δεν ήταν τα χιλιοειπωμένα ονόματα της (σημερινής) Πελοποννήσου, αλλά (και) Μακεδόνες όπως ο Γεώργιος Λασσάνης από την Κόζιανη, ο Γεωργάκης Ολύμπιος από το Λιβάδι Πιερίων, ο Ιωάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι κλπ (Νάνος 2000:155-8). Εξ άλλου στη δεκαετία του 1820 ως Ελλάς θεωρούνταν εξ ανάγκης η Πελοπόννησος, η Στερεά και ολίγα νησιά (Κολιόπουλος 2003:54) κι όχι η σημερινή επικράτεια -οι κάτοικοι του Τσιαρτσιαμπά, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν είχαν, για διάφορους λόγους, με κανένα τρόπο συμμετάσχει στα γεγονότα της επανάστασης.

Συμπληρωματικά το ερώτημα αν ο Ευαγγελισμός της Θεοτόκου αναγγέλθηκε την 25η Μαρτίου δεν δύναται καν να στοιχειοθετηθεί, αφού σύμφωνα με τη χριστιανική «ουτοπία» (Μαντζαρίδης 1985:98) και ιδιαίτερα στην Αποφατική Θεολογία, ο άνθρωπος θεωρείται πεπερασμένος, ων σε σχέση με τον μη Ων. Η πίστη «ως προσωπική σχέση και κοινωνία με το θεό δεν περιορίζεται σε κοινωνικά σχήματα» (Μαντζαρίδης 1986:42), οπότε «δεν έχει ανάγκη από λογικές αποδείξεις» (Τσάμης 1985:403-4). Εξ άλλου η πίστη (και κάποτε η ιδεολογία) είναι διάφορη της γνώσης και όπως ορθά έχει ειπωθεί «ο νους έχει περιορισμένες δυνατότητες [ακόμα] και για τη γνώση κάθε επιστητού» (Ματσούκας 1985:24).

Ωστόσο η συμβατικότητα της ημερομηνίας καθόλου δεν μπορεί να σκιάσει την πραγματικότητα που καλύπτεται από την διπλή εορτή: ο Χριστιανισμός αποτινάσσοντας την ιουδαϊκή στενότητα έγινε παγκοσμίως η θρησκεία με τους περισσότερους πιστούς, ενώ η εξέγερση του 1821 αποτέλεσε την αρχή για τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους. Είχαν προηγηθεί κι άλλες ένοπλες συγκρούσεις των Ρωμιών με τον κατακτητή, παρακινημένες από διάφορες εξωγενείς δυνάμεις, που όλες όμως είχαν αποτύχει. Την επόμενη την προετοίμαζαν ελάχιστοι διανοούμενοι και έμποροι της διασποράς οι «Φιλικοί», πρόσωπα όχι αξιόλογα, με δυσκίνητο τελετουργικό (Clogg 1995:37) και σε ακατάλληλους διπλωματικά καιρούς. Αν εκδηλώθηκε το 1821 ήταν διότι παρακινήθηκαν από τη σύγκρουση των Τούρκων με τον Αλή, πρώην ληστή των αλβανικών βουνών και μετέπειτα πασά, σκληρό όσο και γενναιόδωρο, αδυσώπητο όσο και προστάτη των γραμμάτων (Γουντχάουζ 1978:60,66-8), στην αυλή του είχαν μαθητεύσει αρκετοί Ρωμιοί οπλαρχηγοί του 1821.

Στη Ρουμανία η επανάσταση αμέσως καταπνίγηκε, στην Πελοπόννησο όμως πέτυχε. Ένας από τους πρώτους λόγους ήταν η απόμακρη γεωγραφική της θέση και ένας από τους επόμενους η πολιτική εμπειρία των προεστών της. Οι ηγέτες της επανάστασης προσέβλεψαν εξ αρχής στρατιωτικά και πολιτικά στην Ευρώπη (Κολιόπουλος 2000:Α58 –Σιμόπουλος 1990:405) και αυτή η επιλογή ήταν μία από τις αιτίες που οι ξένες δυνάμεις, πρώτα η Μεγάλη Βρετανία, μετά την αρχική εχθρότητα, είδαν θετικά το ελληνικό πρόβλημα, με αποτέλεσμα μερικά χρόνια μετά την ίδρυση ανεξάρτητου κράτους (Hobsbawm 1992:153-4) κι έναν αιώνα αργότερα την αύξηση της επικράτειάς του. Έκτοτε μένει κανείς έκθαμβος από την σχετικά σύντομη αμαλγάμωση των γλωσσικών του κοινοτήτων σε ένα ενιαίο όλο, αρμονική κατά βάσιν.

Έχει γραφεί ότι η επανάσταση του 1821 σημαδεύτηκε με «υψηλόφρονες πράξεις» επωνύμων κι ανωνύμων ανθρώπων που κινήθηκαν από «πνευματική έξαρση» (Μιχαηλίδης 1987:134-6 & Τσάτσος 1987:191-4), ωστόσο η άποψη χαρακτηρίζεται σχεδόν απλουστευτική, καθώς ωμότητες και βιαιότητες συνέβησαν και από τις δύο πλευρές,* ιδιαίτερα στην αρχή της εξέγερσης. Όμως οι κατακτητές θεωρούνται ως πρώτοι διδάξαντες κι εξ άλλου δεν πάλευαν για την Ελευθερία, μια λέξη την οποία οι χωρικοί δεν ήταν μάλλον σε θέση να εννοήσουν το νόημά της, αλλά συνήθως, όταν δεν ήταν και οι ίδιοι θύτες, δεχόταν τις παρενέργειές της. Και μερικές από τις τελευταίες γνώρισαν φαίνεται αρκετές τα ορεινά χωριά της περιοχής μας από περαστικούς ατάκτους (Παπαδημητρίου 1997:26) κατά τη διάρκεια της οκτάχρονης σύγκρουσης των δύο αντιπάλων.


Ο πόλεμος, λοιπόν, δεν είναι πάντα για όλους ηρωικός.

* Ως «αγέλας οπλοφορούντων ανθρώπων οδηγουμένων από θηριώδεις αρχηγούς, λεηλατούντων ολοκλήρους επαρχίας, πυρπολούντων…» περιγράφει τους Ρωμιούς ατάκτους ο εξευρωπαϊσμένος Κοζανίτης διανοούμενος Γεώργιος Λασσάνης (ΔΒΚ, ΚΤ 107/Ιστορία)

ΠΗΓΕΣ
Αικατερινίδης Γεώργιος (1984), «Ευαγγελισμός», Πάπυρος –Λαρούς –Μπριτάννικα, Αθήνα: Πάπυρος, 25/54-5
Γουντχάουζ Κρίστοφερ (1978), Ο πόλεμος της ελληνικής ανεξαρτησίας, Αθήναι: Εστία, μετάφρ: Α. Βλάχος
Clogg Richard (1995), Συνοπτική ιστορία της Ελλάδας, Αθήνα: Ιστορητής, μετάφρ: Λυδία Παπαδάκη
ΔΒΚ (Δημοτική Βιβλιοθήκη Κοζάνης), ΚΤ 107/ Αρχείον Γεωργίου Λασσάνη, «η Ιστορία του Τακτικού Στρατού», αντιγραφή από τον φιλόλογο Ευάγγελο Τζιάτζιο το 1937
Δεσποτόπουλος Αλέξανδρος (1975), «Η Ελληνική Επανάσταση (1821 -1830)», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Αθήναι: Εκδοτική Αθηνών, ΙΒ/8-70
Hobsbawm Eric (1992), Η εποχή των επαναστάσεων 1789 -1848, Αθήνα: ΜΙΕΤ, μεταφρ: Μ. Οικονομοπούλου
Ιστορικόν Λεύκωμα της ελληνικής επαναστάσεως (1970), Αθήναι: Μέλισσα, επιμ: Γ. Τσούλιος, Τάσος Χατζής
Κολιόπουλος Ιωάννης (2003) Η «πέραν» Ελλάς και οι «άλλοι» Έλληνες: το σύγχρονο ελληνικό έθνος και οι ετερόγλωσσοι σύνοικοι χριστιανοί (1800 -1912), Θεσσαλονίκη: Βάνιας [προσφορά του συγγραφέα]
Κολιόπουλος Ιωάννης (2000), Ιστορία της Ελλάδος από το 1800, το έθνος, η πολιτεία και η κοινωνία των Ελλήνων, Θεσσαλονίκη: Βάνιας
Μαντζαρίδης Γεώργιος (1985), Κοινωνιολογία του Χριστιανισμού, Θεσσαλονίκη: Πουρνάρας, έκδ. 3η
Μαντζαρίδης Γεώργιος (1986), Μαθήματα Χριστιανικής Ηθικής, Θεσσαλονίκη: Πουρνάρας
Ματσούκας Νίκος (1985), Δογματική και Συμβολική Θεολογία, έκθεση της ορθόδοξης πίστης, Θεσσαλονίκη: Πουρνάρας
Μιχαηλίδης Κωνσταντίνος (1987), «Η μεγάλη στιγμή του ΄21», Το Εικοσιένα, η κιβωτός του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα: Ευθύνη, 134 -6, επιμ: Κ. Τσιρόπουλος
Νάνος Λάζαρος (2000), Γεώργιος Λασσάνης, μυθιστορηματική βιογραφία του Κοζανίτη Φιλικού, Κοζάνη: ΙΝΒΑ [προσφορά Βασιλείου Καραγιάννη]
Ντάγκας Ευάγγελος (1993), Από τη σχολική πράξη και ζωή (κείμενα ομιλιών), Κοζάνη, 47-54
Παπαδημητρίου Απόστολος (1997), «Ο αγώνας των αμάχων το 21», Εν Δυνάμει, Κοζάνη, 6/26-7, περιοδική έκδοση για την εκπαίδευση
Σιμόπουλος Κυριάκος (1990), Ξενοκρατία, Μισελληνισμός και Υποτέλεια, Αθήνα
Toynbee Arnold (1992), Οι Έλληνες και οι κληρονομιές τους, Αθήνα: Ινστιτούτο του Βιβλίου –Μ. Καρδαμίτσας, μεταφρ: Ν. Γιανναδάκης
Τσάμης Δημήτριος (1985), Εισαγωγή στην πατερική σκέψη, Θεσσαλονίκη: Πουρνάρας
Τσάτσος Κωνσταντίνος (1987), «25 Μαρτίου», Το Εικοσιένα, η κιβωτός του Νέου Ελληνισμού, Αθήνα: Ευθύνη, 191 -4, επιμ: Κ. Τσιρόπουλος
Φείδας Βασίλειος (1984), «Ευαγγελισμός», Πάπυρος –Λαρούς –Μπριτάννικα, Αθήνα: Πάπυρος, 25/54
Ψαρουδάκης Νικόλαος (1980), Το Ευαγγέλιο στη γλώσσα του Λαού, Αθήνα: Μήνυμα

Η επανάσταση του 1821 στη Δυτική Μακεδονία (θεατρικό σε τέσσερις πράξεις)



Η επανάσταση του 1821 στη Δυτική Μακεδονία
(θεατρικό σε τέσσερις πράξεις)



σενάριο: Θανάσης Καλλιανιώτης, σκηνοθεσία: Στέφανος Γιαννακόπουλος

Το έργο παίχτηκε για πρώτη φορά στο ΔΣ Αιανής την 24η Μαρτίου 2005. Δημοσιεύτηκε το 2005 στον ιστότοπο http://www.thranio.gr/ στο σύνδεσμο σχολικές γιορτές



ΠΡΑΞΗ Α΄


Καθημερινότητα κι επανάσταση

ΠΡΟΣΩΠΑ

1. ΠΑΤΕΡΑΣ (μαύρη φουστανέλα, 40 χρ.)
2. ΜΑΝΑ (μεσαιωνική στολή ηλικιωμένης, 38 χρ.)
3. ΚΟΡΗ (μεσαιωνική στολή έφηβης, 16 χρ.)
4. ΓΙΟΣ (μαύρη φουστανέλα, 18 χρ.)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Σεπτέμβρης 1821. Στη χώρα Κάλιανη, τη σημερινή Αιανή, τα νέα από την εξέγερση της άνοιξης του 1821 όχι μόνο φτάνουν πολύ αργά κι αδρά, αλλά και παραλλαγμένα. Απόστολοι της Φιλικής Εταιρίας δεν ήρθαν ποτέ στο μικρό αυτό χωριό και οι μόνοι κάτοικοι που βγαίνουν έξω από αυτό, ώστε να είναι σε θέση να φέρουν νέα, είναι ο παπάς, που πάει ως τη Μητρόπολη της Κοζάνης, για υποθέσεις της εκκλησίας, και ο μουχτάρης, δηλαδή ο πρόεδρος του χωριού, που σπάνια ταξιδεύει ως τα Σέρβια για δουλειές της κοινότητας, σχετιζόμενες συνήθως με τα φορολογικά. Όσοι κάτοικοι πάνε και πουλάν ξύλα στην Κοζάνη κάθε βδομάδα ή επισκέπτονται τα γύρω εμπορικά και θρησκευτικά πανηγύρια λίγα μαθαίνουν για όσα συμβαίνουν γύρω τους. Στη σκηνή αυτή ο μουχτάρης της Κάλιανης συζητά με την οικογένειά του σχετικά με τις φήμες της επανάστασης.


(Εσωτερικό χωριάτικου σπιτιού στην Κάλιανη. Κάθονται μέσα ο πατέρας με τη μάνα γύρω από ένα σνι, ψιλοτρώνε και συζητούν)


ΠΑΤΕΡΑΣ1: Γναίκα, θα πάθουμι τρανό χατά φέτους! (πίνει τσίπουρο) Μη τα ρουτάς! Τόσα χρόνια ήμασταν καλά, τώρα τι φκιάνουμι; Ακούουντι πουλλά κι τι να προυτουπιστέψς!


ΜΑΝΑ1: Ό ρα άντρα, τι λες; Έγινι τίπουτα κι δεν του ξέρου (τρίβει τα χέρια στη μεσάλα); Όλ΄ μέρα στου κασμέρ΄ είμι, δεν άκσα τίπουτα. Σαν τι είνι αυτό που λες;


ΠΑΤΕΡΑΣ2: Θα έχουμι, να μ΄ ακούειισ΄ τρανές φασαρίες. Οι καπιταναραίιοι άρπαξαν τα τφέκια κι βγήκαν όξου, ζμιγν΄ αρματουλοί κι κλέφτις. Κατ΄ ακούγιτι ότ΄ γίνιτι κι τριουιούρου ιδώια!


ΜΑΝΑ2: Ό ρα άντρα, που να φτάσν΄ αυτοί ιδώια πέρα; Απ΄ τμνια μιριά είνι οι Βαλαάδις στα Βέντζια, απού τν άλλην οι Τούρκοι στουν Τσιαρτσιαμπά, πώς να ρθούν ιδώια; Μόνου απού του Ρύμνιου, αν ρθούν. Αλλά ικεί είνι οι Μπζιουταίοι αρματωλοί, θα τς τσακώσν απ΄ του ζβέρκου, μη σκάειιζ΄! (στήνει αυτί) Ποιος έρχιτι;


(μπαίνει ο γιος μέσα)


ΠΑΤΕΡΑΣ3: Καλώς τουν! Που γκιζιράς του λύκου ισύ; Κάτσι να φας, είδι αδύνατους πουλύ, θα σι πιάσ΄ καμιά αρώστεια!


ΓΙΟΣ1: Ήμαν στουν άρτηκα ικείια σνμ Παναγία, κασμέριβάμι. Ακούουντι πουλλά, τι να προυτουπιστέψς; Ου καθένας ιδώ στου χουριού ν τρίχα τ φκιάν΄ γριντιά! (μπαίνει και η κόρη μέσα)


ΜΑΝΑ3: Που ήσαν κι ισύ, μα κόρ΄; Τι οικουγένια ήμιστι ιμείς; Άλλους στουν άρτηκα, άλλους σττσ φιλινάδις, τι φκιάνουμι; Αυτήν είνι η πρόουδους που λέν΄; Ποιοι σας βαζν΄ σι τέτοιιες ζάντσις;


ΚΟΡΗ1: Ήμαν ζντ βρύσ΄ για νιρό. Πιρνώντας απ΄ τουν άρτηκα άκσα πουλλά. Είνι αλήθχια, είνι ψέμματα, κανένας δεν ξέρ΄!


ΠΑΤΕΡΑΣ4: Τι γλέπου; Όλ΄ κάτ΄ άκουσάμι, άρα αυτό του κάτ΄ μι φαίνιτι είνι αλήθεια! Για μολόγα, πρώτα ισί, ρα γιε, τι άκσις κατ΄ ικεί;


ΓΙΟΣ2: Να, λεν ότι κουντά στ Σαλουνίκ΄, ξησκώθκαν κάτ΄ καπιταναραίοι, παίρν κι παράδις απού τσ΄ καλογέρ΄, κι έχν πουλύ άχαρου σκουπό. Κάτ΄ άκουσα ότ΄ κι στ΄ Νιάουστα είνι έτοιμ΄ να σκουθούν κι αυτοί κι θα μπουν κι μέσα σντ Βέροια!


ΚΟΡΗ2: Τα ίδια πιρίπου άκσα κι γω. Καμόσ΄ μι φαίνιτι είπαν ότι θα πιράσν του πουτάμ΄ οι κλέφτις κι θα ρθουν να μάσν κι απου δω κανέναν, να τουν παρν΄ στου βουνό να πουλιμίσ΄.


ΜΑΝΑ4: Κι να ρθουν ποιος έρμους θα τσ΄ ακλουθήσ΄; Τι θα φαν΄, άμα βγουν στου βουνό; Ποιος θα τσ΄ δώσ΄ φαϊ; Θα τσ΄ πλακώσν΄ οι Τούρκ΄ κι οι Αρβανίτες στου κιφάλ΄ κι θα τσ΄ σκουτώσν όλ΄! Ποιος ακλουθάει;


ΠΑΤΕΡΑΣ5: Σουστά μιλάς, πουλύ σουστά. Κι δεν είνι μούγκι αυτό! Τα τφέκια χαλέβν΄ μπαρούτ΄ κι μουλύβια, κι άμα τιλιώσν΄;Η θάλασσα είνι μακριά απού δω, Τούρκ΄ είνι γιουμάτου ιδώ πέρα και Βαλαάδις απν΄ άλλν τμιργιά.


ΚΟΡΗ3: Κι που να πιράσν ιδώια; Του παμι, οι αρματουλοί δε τσ΄ αφήν΄! Άιντι κι ρθουν πάει του κουπάδ΄ μας, παν τα χουράφια μας. Μας παίρν΄ ου μπέης του δέκατου, αλλά οι Κλέφτις άμα ρθουν τα σκών΄ όλα, δεν αφήν΄ καντίπουτα!


ΓΙΟΣ3: Γλέπου όλ΄ φουβάστι. Ίλιγα κι γω να πάρου του τφέκ΄ κι να βγώ κλέφτς! Να ακούσκι ιχτέ ότ΄ απού τ΄ Ζάμπουρντα πέρασαν καμιά τριανταριά Σιατσνοί κι πήγαν στουν Όλυμπου να ξισκώσν΄ τουν κόσμου, είχαν κι τφέκια μαζί. Ένας που τουν έλιγαν Νικόλα ήταν αρχηγός τς, ήξιρι κι πουλλά γράμματα αυτός! Μίλτσαν ικεί μι τουν ηγούμενου, κι ύστρα πέρασαν απού του καρούλ΄ απέναντι!


ΠΑΤΕΡΑΣ6: Τι να βγεις, ρα γιε, όξου; Τι μας έκαναν οι Τούρκ΄; Τόσις ικλισιές έφκιασάμι κι δεν είπαν τίπουτα. Ακόμα κι τώρα, άμα τσ΄ πούμι να φκιάσουμι ακόμα μια, δε θα πουν όχ΄! Βλέπου ου Αϊ Μάρκους κάτ΄ είνι έτοιμους να πέσ΄, άμα τσ΄ πούμι θα τουν χαλάσουμι να φκιάσουμι μια κινούργια ικκλησιά, ούδε αύριο μας στέλν του χαρτί! Μόνου παράδις να έχουμι!


ΜΑΝΑ5:Δόξα τουν, καλά ίμιστι. Αλλά να, καμιά φουρά οι Αρβανίτις φουνάζν, βαραίν΄ κι απού καγκάνα. Αλλά πε ότ΄ φέγν οι Τούρκ΄, ποιος θα έρθ΄; Κι θα αλλάξν κι ισένα, άντρα μ΄, μια χαρά είσι τώρα! Τώρα, έχουμι να φάμι κι να πιούμι, βάζουμι κι καμιά λίρα σν΄ άκρια για καμιά ανάγκ΄!


ΚΟΡΗ4: Μια χαρά πιρνάμι, δε λέου κι γω. Αλλά μήπους άμα ιλιφθιρουθούμι, είνι καλύτιρα; Αλλά τι θα πει λιφτιργιά, κανένας δεν ξέρ΄ να μας πει! Τι είνι η λιφτιργιά, ξέρτι καγκάνας;


ΓΙΟΣ4: Να λιφτιργιά θα πει να βουσκάς όπ΄ χαλέφς τα ζώα. Να μη σι παίρν΄ του δέκατου οι μπέης. Να έχς άλουγου να γκιζιράς τα παγγύρια! Να έχς φουστανέλα μι πουλλά λαγκιόλια! Αυτό θα πει λιφτιργιά!


ΠΑΤΕΡΑΣ7: Σαν πουλλά λες, ρα γιε. Αλλά όπους κι να είνι αυτήν η λιφτιργιά, ιμάς μας νοιάζ΄ να είμαστι πάλι ιμείς γκισέμνια ιδώια σγ Κάλιαν΄. Οι άλλοι όλοι είνι αχαμπάρστ΄! Ιπρουχτέ καμόσ΄ χούιαζαν να διώξν τουν πιλαργό που έκατσι απάν΄ στουν Αγιώρ΄! Τι λιγφιργιά τσ΄ χρειάζιτι αυτοί; Άμπουξέ τς! Άμπουξέ τα όλα!



ΠΡΑΞΗ Β΄

επιφυλάξεις και δισταγμοί

ΠΡΟΣΩΠΑ

1. ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (αρματολός Ολύμπου, μαύρη φουστανέλα)
2. ΓΟΥΛΑΣ ΔΡΑΣΚΟΥ (αρματολός Ολύμπου, μαύρη φουστανέλα)
3. ΑΡΧΗΓΌΣ ΦΡΟΥΡΑΣ (αρματολός Ολύμπου, μαύρη φουστανέλα)
4. ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ (Κοζανίτης έμπορος, άσπρη φουστανέλα )
5. ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ (γραμματέας αρματολών Ολύμπου, φράγκικα ρούχα)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Σεπτέμβρης 1821. Ο βλάχικης καταγωγής έμπορος Νικόλαος Κασομούλης, γεννηθείς στην Κοζάνη κι εργαζόμενος στις Σέρρες, μετά την αποτυχία της επανάστασης έρχεται κρυφά στη Σιάτιστα. Από εκεί μαζί με άλλους περνάει τον Αλιάκμονα από τη Ζάμπουρντα και μέσω του Μεταξά, πάει προς την περιοχή Κατερίνης. Εκεί συναντά τον αρματολό, δηλαδή τον αστυνόμο της τουρκικής εξουσίας, Διαμαντή Νικολάου και του ζητά να επαναστατήσει. Ο Διαμαντής συμφωνεί, αν όμως πρώτα έρθουν ενισχύσεις από τη νότια Ελλάδα και υπόσχεται ότι θα μιλήσει και στους άλλους καπετάνιους, να συμμετέχουν κι αυτοί στον αγώνα. Ο Κασομούλης φεύγει για τη Χαλκιδική παίρνοντας τον, αδερφό του Διαμαντή, Κώστα κι άλλους μαζί.


(εσωτερικό σπιτιού στην Πιερία. Κάθονται στο σνι κοντά στο τζάκι ο Διαμαντής, το πρωτοπαλίκαρό του και ο γραμματέας του)


ΓΟΥΛΑΣ1: Σωπάστε, κάποια φασαρία ακούγεται εκεί έξω. Τι να τρέχει άραγε, θα έχουμε κανένα χατά; Ξεσηκώθηκε κι εδώ στα μέρη μας κανένας καπετάνιος ή κάτι άλλο συμβαίνει;




(σηκώνεται να δει από το παράθυρο)


ΑΡΧΗΓΟΣ ΦΡΟΥΡΑΣ1: (μπαίνει μέσα στο δωμάτιο) Γεια σας. Ήρθαν καμιά 20ριά άτομα έξω, όλοι καλά αρματωμένοι. Είπαν ότι είναι από τη Σιάτιστα και ο ένας που φαίνεται για αρχηγός τους, είπε ότι τον λένε Νικόλα Κασομούλη με είπε ότι θέλει να δει το Διαμαντή, τον μεγάλο αρματολό!. Καπετάνιε (απευθύνεται στο Διαμαντή), να τους αφήσω να μπουν ή όχι;


ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ1: Τι είναι και τούτο σήμερα; Χτες διάβασα στην πλάτη του αρνιού ότι ένα μεγάλο νέο θα έρθει σήμερα και να που βγήκε αληθινό. Πες τους να μπουν, αλλά πρώτα ας αφήσουν τα καριοφίλια τους από έξω.


ΑΡΧΗΓΟΣ ΦΡΟΥΡΑΣ2: Έγινε καπετάνιε! Βέβαια όχι μόνο τα όπλα τους θα αφήσουν έξω, αλλά και τις πιστόλες τους, τα μαχαίρια τους κι ότι άλλο φονικό εργαλείο έχουν. Θα τους ψάξω πολύ καλά. Στη δουλειά μας δεν επιτρέπονται λάθη. Θα αφήσω μόνο αυτόν να μπει μέσα. Τους άλλους θα τους έχουμε τριγύρω με τα όπλα μας αναμμένα (φεύγει και φέρνει σε λίγο το Διαμαντή).


ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ1: (μπαίνει στο δωμάτιο μαζί με τον αρχηγό της φρουράς, ασπάζεται και τους ασπάζεται όλους) είμαι ο Νικόλας Κασομούλης από την Κοζάνη, έμπορος. Τελευταία δουλεύαμε στις Σέρρες, αλλά χάσαμε τη δουλειά μας εκεί πέρα. Σηκώσαμε επανάσταση κατά των Τούρκων πριν από μερικούς μήνες. Τώρα με τα παλικάρια από τη Σιάτιστα κατεβαίνω στο Μοριά. Σκέφτηκα πρώτα να περάσω από δω, να σας δω.


ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ2: Καλά έκανες, ρε πατριώτη. Και μεις είμαστε αστυνόμοι των Τούρκων εδώ, αλλά είμαστε χριστιανοί κι εμείς. Άκουσα κι εγώ για την επανάσταση, αλλά δεν ήξερα τι ακριβώς έγινε. Με έστειλε πριν από λίγο καιρό κι ένας Παπάς γράμμα από τη Χαλκιδική για βοήθεια κλπ.


ΓΟΥΛΑΣ2: Αν είναι για ελευθερία, για καλό σκοπό, ακολουθώ κι εγώ. Τόσα χρόνια κοντά στους Τούρκους προκοπή δεν είδαμε. Οι καιροί όμως είναι πονηροί και αν κινηθούμε χωρίς όγκο, θα μας λιανίσουν οι Τούρκοι και οι Αρβανίτες. Τι λένε όμως οι άλλοι οι καπεταναίοι, βρήκες κανέναν;


ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ2: Είστε οι δεύτεροι που βρίσκω εδώ. Πέρασα πρώτα από το Μεταξά, είδα τους συναδέλφους σας τους Μπζιωταίους και μετά ήρθα σε σας. Εμείς κινήσαμε στις Σέρρες την επανάσταση, στο Βέρμιο είναι έτοιμοι, στη Χαλκιδική βγήκαν όλοι στο κλαρί. Εκεί θέλω να πάω, να τους δω και μετά κατεβαίνω στο Μοριά. Θα έρθει κανείς μαζί μου;


ΔΙΑΜΑΝΤΗΣ3: Θα σε δώσω τον αδερφό μου και μερικούς άλλους να πάτε μαζί. Κι εμείς θα σηκωθούμε κατά των Τούρκων, μη σε νοιάζει. Φέρε όμως πρώτα από το Μοριά, άντρες, πολεμοφόδια, όπλα, λεφτά. Και για τους άλλους καπεταναίους εδώ μη σε νοιάζει. Θα τους γράψουμε να δούμε τι σκοπό έχουν. Γραμματικέ, πάτε πένα και χαρτί.


ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ1: Λέγε καπετάνιε. Προς Μπζιωταίους. Αγαπητοί πατριώτες, σας γράφω εγώ ο Διαμαντής Νικολάου, αρματολός του Ολύμπου. Πολλοί καπεταναίοι ξεσηκώθηκαν κατά των Τούρκων. Εμείς τι θα κάνουμε; Θα συνεχίσουμε να τους υπηρετούμε; Άνθρωπός μας θα πάει κάτω στο Μοριά να φέρει ενισχύσεις, λεφτά, όπλα. Όταν έρθουν τι θα κάνουμε; Αποκριθείτε στο μήνυμά μου σύντομα και προσοχή μη σας πάρουν χαμπάρι οι Τούρκοι. Σας φιλώ αδερφικά.


ΓΟΥΛΑΣ3: Γραμματικέ, συμπλήρωσε κι από μένα δύο λόγια. Γράψε: εγώ ο Γούλας Δράσκου, αρματολός του Ολύμπου, στέλνω χαιρετίσματα. Αγαπητοί καπεταναίοι, όλα τα μέρη έχουν ξεσηκωθεί κι εμείς ακόμα καθόμαστε χωρίς να κάνουμε τίποτα. Σήμερα μας ήρθαν 30 Σιατιστινοί και πάνε στη Χαλκιδική για ενίσχυση. Τι έχετε στο νου σας να κάνετε; Περιμένω απόκρισή σας σύντομα.


ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ3: Αδέρφια καπεταναίοι, ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια. Δώστε με έναν οδηγό να μας κατεβάσει ως τη θάλασσα, να βρούμε ένα καράβι για τη Χαλκιδική. Εύχομαι σύντομα να ανταμώσουμε. Θα γυρίσω φέρνοντάς σας όλα τα απαραίτητα για τον αγώνα μας.


ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΟΣ2: Αδέρφια, δεν είμαι σαν κι εσάς άνθρωπος των όπλων, αν ήμουν θα σας ακολουθούσα. Ζηλεύω πολύ. Μ΄ αρέσει η μυρουδιά του μπαρουτιού, η κλαγγή των όπλων, αλλά είμαι άμαθος στις κακουχίες και διστάζω. Σας ζηλεύω πολύ!



ΠΡΑΞΗ Γ΄

ποιος Όλυμπος;

ΠΡΟΣΩΠΑ

1. ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ (στολή Ρώσου αξιωματικού)
2. ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ (υπασπιστής β΄ του Υψηλάντη,στολή Ρώσου αξιωματικού)
3. ΣΑΛΑΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ (υπασπιστής α΄ του Υψηλάντη, στολή Ρώσου αξιωματικού)
4. ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ (έμπορος, επαναστάτης, άσπρη φουστανέλα)
5. ΚΩΣΤΑΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ (αρματολός Ολύμπου, μαύρη φουστανέλα)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: Οκτώβριος 1821. Ο Κασομούλης από τον Όλυμπο που είδε τους καπεταναίους πέρασε στη Χαλκιδική. Από κει με ένα καράβι φτάνει στην Ύδρα και μετά βγαίνει στην Πελοπόννησο. Συναντάει τον Δημήτριο Υψηλάντη στο Άργος, μερικούς οπλαρχηγούς στην Τρίπολη και ξαναγυρνά στον Υψηλάντη να ζητήσει ενίσχυση. Αυτός του δίνει τον υπασπιστή του και λίγα πολεμοφόδια. Από κει με καράβι γυρνάν στα νησιά να στρατολογήσουν εθελοντές και να συλλέξουν λεφτά. Αργότερα έρχονται στη Μακεδονία.
(ο Υψηλάντης κάθεται μόνος σε τραπέζι σε ένα δωμάτιο και συλλογίζεται)
(χτυπά η πόρτα και μπαίνει ο υπασπιστής β΄)


ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ1: Πρίγκιπα, έφτασαν δύο άτομα και θέλουν να σε δουν. Λένε ότι ήρθαν από τον Όλυμπο, Έλυμπο, κάπως έτσι. Είπαν ότι έχουν ξαναρθεί.


ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ1: Όλυμπο είπες; κάπου την άκουσα αυτή τη λέξη! Α, μήπως είναι ένας με φαρδύ πρόσωπο μαζί με έναν άλλο που έχει μαύρες φουστανέλες; Σαν κάτι να θυμάμαι, πριν λίγο καιρό πράγματι πέρασαν.


ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ2: Σωστά μιλάς. Τώρα θυμάμαι κι εγώ. Νικόλαος Κασομούλης. Ζητούσε άντρες, πολεμοφόδια, λεφτά, να βρούμε ένα καράβι και να πάνε προς τα πάνω, πολύ προς τα πάνω.


ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ2: Έχω φόρτο εργασίας, φόρτο εργασίας, όπως πάντα. Αλλά στείλε τους για λίγο μέσα, να τους δω, τι επιτέλους θέλουν πάλι. Αν μπορούμε να τους βοηθήσουμε καλώς.(φεύγει ο υπασπιστής)


ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ1: (Μπαίνει μέσα χτυπώντας πρώτα) Πρίγκιπα, σε χαιρετώ. Με λένε Νικόλαο Κασομούλη, είχα ξαναπεράσει από δω. Έρχομαι από τους επαναστάτες του Ολύμπου, της Χαλκιδικής και του Βερμίου. Ζητάμε άνδρες, τρόφιμα, όπλα, λεφτά, για να μη σβήσει η επανάσταση που ξεκινήσαμε.


ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ3: Οι άλλοι που συνάντησες τι σου είπαν; Θυμάμαι ότι ο Κουντουριώτης στην Ύδρα κάτι σου υποσχέθηκε.


ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ2: Ναι. Στην Τρίπολη όμως που πήγα σε μια συνάντηση των καπεταναίων, μόνο ο Οδυσσέας Αντρούτσος με άκουσε. Οι άλλοι δεν ήξεραν αν υπάρχει βουνό με το όνομα Όλυμπος και που μάλιστα είναι. Δεν ξέρουν τίποτα άλλο πάνω από το Ζητούνι, και δεξιά από τα Γιάννενα. Απογοήτευση!


ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ4: Σε καταλαβαίνω. Όμως μη απογοητεύεσαι. Υπασπιστή! (φωνάζει και μπαίνει ο υπασπιστής β΄). Πες, σε παρακαλώ, το Γρηγόρη να έρθει μέσα. (μπαίνει ο Γρηγόριος Σαλάς). Γρηγόρη, από σήμερα αναλαμβάνεις αρχηγός των επαναστατικών δυνάμεων στη Μακεδονία.


ΣΑΛΑΣ1: Μετά χαράς, πρίγκιπα! (χαιρετά) θα τους βάλω όλους εκεί πάνω σε τάξη. Θα γίνουν στρατός κανονικός. Τι μαύρες φουστανέλες είναι αυτές που φορούν; Και τι όπλα αρχαία που έχουν; Κάθε μέρα γυμναστική, ασκήσεις, παρελάσεις! Θα τους κάνω στρατό πραγματικό!


ΚΩΣΤΑΣ1: (κρυφά στον Κασομούλη) Ο, ρε, Νικόλα, αυτόν θα πάρουμε μαζί μας για πάνω; Θα μας κοροϊδεύουν το λιγότερο οι καπεταναίοι. Δε χαμπαριάζει αυτός τίποτα από πόλεμο, όπως φαίνεται. Τι να τον κάνουμε πάνω στο βουνό; Θα τον φαν αμέσως οι Τούρκοι!


ΣΑΛΑΣ2: (γυρίζει στους Κώστα και Νικόλα) Τι λέτε εσείς οι δύο; Είμαι έτοιμος (σιάζει τη στολή του). Θα παραγγείλουμε πρώτα μια σημαία να έχουμε. Χωρίς όνομα και λογότυπο δεν υπάρχουμε. Μερικά πυρομαχικά θα βρούμε να πάρουμε μαζί. Όσο για άντρες θα μαζέψουμε κανέναν από τα νησιά, τώρα που θα πάμε με τα καράβια. Σας αφήνω και πάω να ετοιμαστώ




(φεύγει. Πίσω του ακολουθούν οι Κώστας και Νικόλας, που μετά έρχονται κάτω από τη σκηνή και σταματούν)


ΚΩΣΤΑΣ2: Ο ρε Νικόλα, και σημαία θα μας δώσει ο στρατηγός! Πάμε να φύγουμε γρήγορα, τι είναι αυτός; Ο ένας δε μας δίνει τίποτα, ο άλλος καθόλου, αυτός εδώ μας δίνει το στρατηγό με τους υπασπιστές και παραϊπασπιστές του. Πώς θα πείσουμε τους καπεταναίους να βγούνε στο κλαρί;


ΚΑΣΟΜΟΥΛΗΣ3: Σε καταλαβαίνω, Κώστα. Αλλά αφού αρχίσαμε τον αγώνα, δε μπορούμε να σταματήσουμε. Το στρατηγό ας τον έχουμε μαζί, αυτός θα μας δίνει λεφτά, κύρος, αξία. Εμείς θα πολεμάμε, αυτός θα φαίνεται. Ας προσπαθήσουμε τώρα να μαζέψουμε εθελοντές, τρόφιμα και λεφτά από τα νησιά που θα πάμε. Να έχεις ακμαίο ηθικό. Η Λευτεριά θέλει θυσίες.


ΠΡΑΞΗ Δ΄

γνωριμίες και λεφτά

ΠΡΟΣΩΠΑ

1. ΜΕΧΜΕΤ ΕΜΙΝ (Τούρκος πασάς)
2. ΒΕΝΙΑΜΙΝ (μητροπολίτης Σερβίων και Κοζάνης)
3. ΕΜΠΟΡΟΣ (Κοζάνης, φράγκικα ρούχα)
4. ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΑΣ (Κοζάνης, στολή κοτσάμπαση)
5. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ (Τούρκος απεσταλμένος του Δράμαλη)
6. ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ (του Μεχμέτ Εμίν πασά)

ΑΦΗΓΗΤΗΣ: τέλη άνοιξης του 1822. Μετά την καταστροφή της Νάουσας από τους Τούρκους ο αρχηγός τους Μεχμέτ Εμίν ή Εμπού Λουμπούτ πασάς κατευθύνεται με το στρατό του στην Κοζάνη. Οι πρόκριτοι της πόλης προσπαθούν να τον εξευμενίσουν. Του φέρνουν δύο άριστα μουλάρια, δώρα διάφορα και λεφτά. Αφού βάλουν φίλους τους Τούρκους τοπικούς αξιωματούχους να μεσολαβήσουν, επισκέπτονται και αυτοί τον Μεχμέτ Εμίν, που έχει καταλύσει σε ένα αρχοντικό σπίτι της Κοζάνης.


(ο Μεχμέτ Εμίν κάθεται μέσα σε αρχοντικό σπίτι της Κοζάνης)
(χτυπά η πόρτα και μπαίνει ο υπασπιστής)


ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ1: Πασά, ήρθαν τρεις άπιστοι και ζητάν να σε δουν. Ο ένας από αυτούς φορά ράσο. Ο άλλος έχει δική μας στολή. Ο τρίτος φορά φράγκικα ρούχα. Να τους πω να περάσουν;


ΜΕΧΜΕΤ ΕΜΙΝ1: Βέβαια, αυτούς περιμένω. Γι αυτό ήρθα εδώ στην Κοζάνη. Να δούμε τι θα πουν. Είναι τελικά ανακατεμένοι με την επανάσταση ή όχι. Για να δούμε τι θα πουν!
(έρχονται ο Βενιαμίν, ο έμπορος και ο δημογέροντας, χαιρετούν με τεμενάδες και κάθονται κάτω)


ΒΕΝΙΑΜΙΝ1: Πολυχρονεμένε μας πασά. Ήρθαμε να υποβάλλουμε τα σέβη μας. Έχεις χαιρετίσματα από το φίλο μου το Χατζή Χαλήλ αγά, φρούραρχο Ελασσόνας, Σερβίων, Κοζάνης και Γρεβενών. Έχει πει τα καλύτερα για σένα


ΕΜΠΟΡΟΣ1: πολυχρονεμένε μας πασά, φέραμε και μερικά δώρα για σένα, για να δείξουμε την εκτίμηση που τρέφουμε προς το πρόσωπό σου. Η φήμη σου είναι ξακουστή , όπως και η καλοσύνη σου.


ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΑΣ1: Πολυχρονεμένε πασά, έχεις χαιρετίσματα από το Ζαήρ μπέη και το Κιολομέτ Σαρήγγιολου, πολύ φίλους μου. Όσα μας κατηγορούν ότι υποστηρίξαμε τους κλέφτες είναι ψέματα. Εμείς είμαστε πάντα πιστοί στο σουλτάνο και ποτέ δεν αθετούμε το λόγο μας.


ΜΕΧΜΕΤ ΕΜΙΝ2: Ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια, τα χαιρετίσματα και τα δώρα, όμως, αυτά που άκουσα μήπως ισχύουν; Οι επαναστάτες της Νιάουστας πέρασαν κι από την Κόζιανη από δω; Τους δώσατε τροφή, τους κρύψατε; Το ασκέρι που έχω μαζί μου με το ζόρι το κρατώ εδώ στην πόλη, να μη την καταστρέψει!


ΒΕΝΙΑΜΙΝ2: αποκλείεται, πασά μου. Εμείς πάντα είμαστε νομιμόφρονες απέναντι στην εξουσία. Οι κατσαπλιάδες της Νιάουστας δεν πέρασαν από την πόλη μας. Ποιος θα τους έδινε φαγητό, ποιος θα τους έπαιρνε στο σπίτι του; εμείς θέλουμε την ησυχία μας.


ΕΜΠΟΡΟΣ2: Με τέτοια άτομα δεν έχουμε πάρε δώσε εμείς, πασά. Κοιτάμε τη δουλειά μας και ο σουλτάνος μας συμπαραστέκεται, αφού μας επιτρέπει να εμπορευόμαστε με τις ξένες χώρες. Μόνο ζημιά κάνουν οι κλέφτες, γιατί να τους υποστηρίξουμε; Μας κατηγόρησαν άδικα Τούρκοι του τόπου εδώ, για εμπορικά συμφέροντα και μόνο.


ΔΗΜΟΓΕΡΟΝΤΑΣ2: Πασά μου, πώς να έρθουν εδώ, αυτοί που γλίτωσαν από τη Νιάουστα; Στα Μπουτζάκια είναι τουρκικά τα χωριά, στα Καϊλιάρια τουρκικά, πώς θα περνούσαν αυτοί απαρατήρητοι; Εμείς, αν βλέπαμε κανένα, αμέσως θα το λέγαμε.


ΜΕΧΜΕΤ ΕΜΙΝ3: Ίσως έχετε δίκιο. Είναι λίγο απίθανο να ήρθαν εδώ επαναστάτες από τη Νιάουστα. Μήπως όμως τους τροφοδοτούσατε πιο πριν;


ΒΕΝΙΑΜΙΝ3: Μα τι λες, πασά μου; Τι σχέση έχουμε εμείς με αυτούς; Αυτοί ξεσηκώθηκαν πριν από δύο χρόνια, αλλά καμιά βοήθεια δεν προσφέραμε στους αποστάτες. Σε είπα, θέλουμε την ησυχία μας!


ΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ2: (μπαίνει μέσα) Πασά, ήρθε ένας δικός μας, απεσταλμένος από το Μαχμούτ πασά Δράμαλη. Να τον αφήσω να μπει; (φεύγει, έρχεται ο σύνδεσμος)


ΜΕΧΜΕΤ ΕΜΙΝ4 Ναι. Βγείτε έξω για λίγο εσείς. (φεύγουν οι τρεις Κοζανίτες, μπαίνει ο σύνδεσμος)


ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ1: Πασά, ο Μαχμούτ πασάς σε στέλνει πολλά χαιρετίσματα. Με έδωσε αυτό το γράμμα για σένα. Είπε να το ανοίξεις αμέσως χωρίς καμιά χρονοτριβή. Πάρτο (δίνει το γράμμα και φεύγει)


ΜΕΧΜΕΤ ΕΜΙΝ5: (ανοίγει το γράμμα, διαβάζει. Γελάει και μονολογεί) Το ήξερα, ο Μαχμούτ θέλει να μη καταστρέψω την Κόζιανη. Οι κάτοικοί της είναι νομιμόφρονες στους Τούρκους. Αλλά αν δε μας χρειαζόταν σαν σταθμός στις διάφορες εκστρατείες μας, θα την είχα διαλύσει δέκα φορές! (φωνάζει) Υπασπιστή! (έρχεται μέσα ο τελευταίος) Φώναξε τους Κοζανίτες μέσα (μπαίνουν αυτοί).
Τι γλιτώσατε ακόμα μία φορά. Προσέξτε όμως καλά, μην ακούσω το παραμικρό, δεν θα αφήσω πέτρα στην πέτρα πάνω!


ΤΡΕΙΣ ΚΟΖΑΝΙΤΕΣ ΜΑΖΙ: Ευχαριστούμε, πολυχρονεμένε πασά. Ξέραμε την ευσπλαχνία σου. Ποτέ εμείς δε θα προδώσουμε το σουλτάνο.

Για τη συγγραφή του σεναρίου μελετήθηκαν οι εξής εργασίες:


Κασομούλης Νικόλαος, Ενθυμήματα στρατιωτικά της επαναστάσεως των Ελλήνων 1821 -1833, Αθήναι 1939


Κασομούλης Νικόλαος, Ημερολόγιον, Βαγιονάκης, Αθήναι 1968


Λιούφης Παναγιώτης, Ιστορία της Κοζάνης, Βάρτσος, Αθήναι 1924


Κωστόπουλος Αριστοτέλης, Η συμβολή της Δυτικής Μακεδονίας εις τους απελευθερωτικούς αγώνας του Έθνους, ΣΓΚΤΝΚ, Κοζάνη 1970


Ξανθοπούλου Άρτεμη, «Η επανάσταση του 1821 και η Μακεδονία», Η νεότερη και σύγχρονη Μακεδονία, ιστορία –οικονομία –κοινωνία –πολιτισμός, Παπαζήσης, Παρατηρητής, Αθήνα χ.χ., σ. 458-477